τραμπουκάρω

τραμπουκάρω
τραμπουκάρισα, τραμπουκαρίστηκα, τραμπουκαρισμένος
1. αμτβ. (για πλοίο), κλυδωνίζομαι επικίνδυνα, θαλασσοπνίγομαι: Με τη φουρτούνα θα τραμπουκάρουμε.
2. μτβ., δίνω τραμπούκο (βλ. λ.), δωροδοκώ, εξαγοράζω: Τραμπουκάρισα τον τελωνειακό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραμπουκάρω — (I) Ν (αμτβ.) (για πλοίο) κλυδωνίζομαι επικίνδυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traboccare «ξεχειλίζω»]. (II) Ν [τραμπούκο] (μτβ.) εξαγοράζω κάποιον, δωροδοκώ …   Dictionary of Greek

  • τραμπουκάρισμα — (I) το, Ν [τραμπουκάρω (Ι)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τραμπουκάρω, επικίνδυνος κλυδωνισμός πλοίου. (II) το, Ν [τραμπουκάρω (II)] δωροδοκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”